- πολυεπής
- πολυεπήςmuch-speakingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυεπής — ές, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + επής (< ἔπος, τὸ «λόγος»), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
πολυεπῆ — πολυεπής much speaking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυεπής much speaking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυεπής much speaking masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεπεῖς — πολυεπής much speaking masc/fem acc pl πολυεπής much speaking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεπές — πολυεπής much speaking masc/fem voc sg πολυεπής much speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυέπεια — ἡ, Μ [πολυεπής] πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek